Καλοκαίρι του 2018.
Κοίταξε την θάλασσα και μετα κοίταξε μέσα στα μάτια του. Αυτός ένας απέραντος βυθός και αυτή έτοιμη να το εξευρενήσει.
Η Σουζάν επιστρέφει στον τόπο της. Τέσσερα χρόνια από τότε που τα βάσανα της έληξαν, από τότε που άφησε αυτό το μέρος για να πάει να σπουδάσει, να γίνει μια περιβόητη αρχαιολόγος. Πόσο την περίμενε εκείνη την στιγμή, την ώρα, την οποία θα μάζευε όλες τις βαλίτσες της. Θα έχωνε μέσα εκείνες τις μοναδικές αναμνήσεις, από το σχολείο με τις κολλητές της, σε εκείνο τον πλακόστρωτο δρόμο, που τον είχε περπάτησει τόσες και τόσες φορές. Ήταν σίγουρη όμως, πως ήθελε να αφήσει κάποια πράγματα πίσω. Ήθελε να αφήσει στο δωμάτιο της, να σκονιαστούν εκείνες οι πονεμένες αναμνήσεις από το καλοκαίρι του 2012. Νόμιζε πως τα είχε καταφέρει, μα έκανε λάθος. Δεν μπορούσε να ξεχάσει τόσο εύκολα. Ο άνθρωπος, συγχωρεί, αλλά δεν ξεχνάει, είναι από την φύση του έτσι.
Όλα αυτά δεν έχουν πια νόημα για αυτήν. Γύρισε πίσω, για να δει τους γόνεις της, κανέναν άλλον μόνο τους γονείς της. Το υπενθύμισε πολλές φορές στο μυαλό της, μέχρι να το πιστέψει. Θα είχε μια καθορισμένη πορεία και μετα θα έφευγε, σαν να μην είχε γυρίσει ποτέ.
Το μέρος της φάνηκε αλλαγμένο, όμως δεν ήταν το μόνο το οποίο ήταν διαφορετικό. Η ίδια η Σουζάν ήταν μια άλλη, από τότε, από το καλοκαίρι του 2012. Είχε άλλες νοοτροπίες για αυτόν τον κόσμο. Γέλαγε πια με εκείνες τις πεποιθήσεις περί αγάπης και φιλίας. Η Σουζάν είχε μεγαλώσει, ήταν σχεδόν μια κυρία.
Περπατούσε αργά, μάλλον βασανιστικά σε εκείνο το δρομάκι και οι αναμνήσεις άρχισαν να ρέουν και να σκάνε σαν καταράκτης, χωρίς να την ρωτούν, λες και άνεμος μπήκε στο μυαλό της και φύσηξε όλη εκείνη την σκόνη, που είχε καταφέρει να μαζευτεί μετά από πολύ καιρό.
Εκείνος ο πράσινος θάμνος, που συνήθιζαν να παίζουν φυλλοπόλεμο, ήταν ακόμα φυτρωμένος στο ίδιο μέρος. Άρχισε να θυμάται εκείνες τις παιχνιδιάρικες στιγμές, το πρώτο τους ραντέβου, τις συζητήσεις γελοίου περιεχομένου. Γέλασε..
Μα όχι, δεν έπρεπε να τα θυμάται όλα αυτά. Έτριψε το δεξί μέρος του κρανίου της, λες και ήταν κάποιο κόλπο για να σταματήσει την σκέψη. Πιέστηκε όσο μπορούσε. Ήταν αδύνατον.
Άρχισε να τρέχει, ανάμεσα σε εκείνα τα άγνωστα πρόσωπα. Πρόσωπα που δεν είχε συναντήσει ποτέ στην ζωή της. Ήταν τρομαγμένη αυτός ο τόπος δεν ήταν οικείος, φοβόταν το άγνωστο.
Κοντοστάθηκε για λίγο. Κοίταξε εκείνο το ξύλινο παγκάκι, ήταν το παγκάκι τους. Αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγο από το βάρος της σκόνης, που είχε σηκωθεί και πετούσε ανάμεσα στις αναμνήσεις, άλλωστε της χρειαζόταν.
Ένα δάκρυ κύλησε στο λείο, ροζοκόκκινο μάγουλο της. Έκανε το πρόσωπο της να μοιάζει ακόμα πιο όμορφο. Τα μάτια της πρασίνισαν, τα χείλη της αντίθετα κοκκίνισαν. Πώς κατάφερνε αυτός ο τόπος να στεναχωρεί ένα τέτοιο πλάσμα; Ένα μυστήριο.
Ξαφνικά ένιωσε μια ψυχή να την πλησιάζει. Δεν γύρισε να κοιτάξει, φοβόταν για το τι θα αντικρίσει. Ένιωσε ένα άγγιγμα. Ήξερε αυτό το χέρι, αυτή την αφή. Άκουσε μια φωνή να την καλεί, τόσο γνώριμη, τόσο οικεία και μελωδική.
Γύρισε διστακτικά το κεφάλι της. Δυο μάτια μεγάλα της παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον και τρυφερότητα. Όλοι της οι φόβοι είχαν γίνει πραγματικότητα.
Έτριψε τα μάτια της, δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια. Και όμως ήταν μια γνωστή σιλουέτα, δυο μάτια που την είχαν απασχολήσει για καιρό. Πώς γινόταν να μην τον έχει καταλάβει;
Τέσσερα χρόνια μετά, είχε τόσα πολλά να του πει, τόσα "γιατί" που έπρεπε να απαντηθούν. Ήξερε ότι αυτός ο άνθρωπος, μπορεί να την σκοτώσει και να την ανεβάσει στον παράδεισο ταυτόχρονα, αλλά δεν την ένοιαζε. Όσο και να ήθελε να ανοίξει η γη για να την καταπιεί, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κλείσει το στόμα της, να ανοίξει τα χέρια της και να τον σφίξει, σαν παιδί, με όλη της την δύναμη, στην αγκαλιά της.
Είχε αποφασίσει να μην νιώθει, αυτό την πείραζε, πως ένιωθε τόσα πολλά μαζί. Τόσα πολλά που ίσως δεν μπορούσε να τα αντέξει. Την κούραζαν αυτά τα πολύπλοκα συναισθήματα. Συναισθήματα τα οποία θα ήταν έυκολο να ξεφορτωθεί. Άλλα αυτή την φορά δεν θα έκανε πίσω, δεν θα έφευγε.
Τώρα ήξερε, πως μερικά πράγματα, όσο προσπαθείς, όση καλή θέληση και αν έχεις, δεν θάβονται κάτω από μάζες σκόνης.
Μερικά πράγματα είναι να γίνουν.
*Άντρι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
τα δικά σας τόξα!